- κηροπλάστης
- κηροπλάστηςmodeller in waxmasc nom sgκηροπλαστέωmould ofimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek
κηροπλαστῶν — κηροπλάστης modeller in wax masc gen pl κηροπλαστέω mould of pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροπλάσταις — κηροπλάστης modeller in wax masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροπλάστας — κηροπλάστᾱς , κηροπλάστης modeller in wax masc acc pl κηροπλάστᾱς , κηροπλάστης modeller in wax masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρόπλαστα — κηρόπλαστος moulded of wax neut nom/voc/acc pl κηροπλάστης modeller in wax masc voc sg κηροπλάστης modeller in wax masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek
κηροπλαστείο — το (Α κηροπλαστεῑον) [κηροπλάστης] νεοελλ. εργαστήριο όπου πλάθεται το κερί και κατασκευάζονται κεριά και λαμπάδες αρχ. τύπος, καλούπι κήρινων εικόνων ή ομοιωμάτων … Dictionary of Greek
κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… … Dictionary of Greek
κηροπλαστικός — ή, ό (Α κηροπλαστικός, ή, όν) [κηροπλάστης] το θηλ. ως ουσ. η κηροπλαστική η τέχνη τού κηροπλάστη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κηροπλάοτη και στην τέχνη του … Dictionary of Greek
κηροπλαστώ — κηροπλαστῶ έω (Α) [κηροπλάστης] 1. πλάθω κάτι με κερί 2. πλάθω σαν με κερί 3. μτφ. πλάθω, δημιουργώ 4. (για μέλισσα) κατασκευάζω κηρήθρα … Dictionary of Greek